Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

Big in Ανεμόμυλος: Τα νεότερα από το νότιο μέτωπο.

Once in Μεσσηνία, always in Μεσσηνία. Πιθανότατα να μου το είχαν γραμμένο τ' άστρα (αν και δεν πιστεύω σ' αυτά). Το να πατήσω στα "άγια χώματα" για δεύτερη φορά σε διάστημα μόλις λίγων εβδομάδων δεν είναι και μικρό πράγμα...

Το ταξίδι ξεκίνησε από τον Χολαργό, από την στιγμή που τελείωσα την δουλειά μου. Το concept είχε ως εξής: θα πήγαινα για το Σαββατοκύριακο να βρω τους δικούς μου στο camping ("κέεμ-π" θα με διόρθωνε ο αυστραλός θείος μου -θα σας πω γι' αυτόν μετά- αν διάβαζε αυτές τις γραμμές). Είχαν ξεκινήσει τις διακοπές τους πριν καμιά βδομάδα αλλά οι επαγγελματικές μου (πλέον) υποχρεώσεις με ήθελαν Αθήνα. Τελικά όπως αποδείχθηκε τα περί camp ήταν άκυρα γιατί ο θείος προσφέρθηκε να μας φιλοξενήσει στο σπίτι του. No problem.

Anyway, Παρασκευή 14:45 ήμουν ελεύθερος και έτοιμος για ταξίδι (τα πάντα έτοιμα μέσα στην τσάντα της δουλειάς). Είχα φροντίσει και είχα ενημερωθεί και από ένα συνάδελφο για το από ποιό σταθμό του μετρό με συνέφερε να πάρω ταξί για τα ΚΤΕΛ, και μου είχε πει Μεταξουργείο. No problem και πάλι.

Ο ταξιτζής είχε καύλες. Τρελές καύλες! Με το που μπήκα στο ταξί άρχισε να μου υποδεικνύει τι βυζάρες είχε η μία και τι μουνάρα ήταν η άλλη για κάθε κοπέλα που προσπερνούσαμε με το ταξί. Φυσικά δεν παρέλειψε να μου πει και την άποψή του για όσους του κορνάρουν στα φανάρια: "Είναι μαλάκες". Δεν τον είχα ρωτήσει. Αλλά δεν παραπονέθηκα κιόλας, ούτε του είπα την δικαιολογία που πέρασε στιγμιαία από το μυαλό μου ότι θρηνούσα απώλεια στο σόι και ότι δεν μπορούσα να ακούω τέτοια πράγματα εκείνη την ώρα, γιατί ο εν λόγω νεαρός φαινόταν σαν χούλιγκαν και πρώην τοξικομανής (και γαμώ τις περιπτώσεις δηλαδή) (όχι ότι έχω κάτι ενάντια στα απεξαρτημένα άτομα (ή ακόμα και στα εξαρτημένα) - δίνουν σκληρό αγώνα) όμως κάτι μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να το βουλώσω. Περιττό να πω ότι τα 15 λεπτά μου φάνηκαν σαν ώρα. Τελικά ή το επάγγελμα του ταξιτζή ελκύει πολλούς "ψυχάκηδες" ή πρέπει να το εντάξουν επειγόντως στα βαρέα και ανθυγιεινά γιατί καταστρέφει ανθρώπους.

Από τα ΚΤΕΛ το παράπονο ήταν άλλο: 14,2 ευρώ το φοιτητικό εισιτήριο για να πάω από Αθήνα Καλαμάτα; Και το κανονικό γύρω στα 17 ευρώ απ’ ότι πληροφορήθηκα; Συγνώμη προς το υπουργείο μεταφορών αλλά κατ’ εμέ αυτή η τιμή θα δικαιολογείτο μόνο αν κατά την διάρκεια του ταξιδιού μου έπαιρνε πίπα μια ιδιαίτερα ελκυστική υπάλληλος. Hell, θα έβαζα και ένα 20% πάνω γι’ αυτό. (quiz: από πού το πήρα αυτό;) Όμως μετά λύπης μου διαπίστωσα πως η υπάλληλος ήταν απλά ένα δημιούργημα της φαντασίας μου για να χρυσώσω το χάπι… Ενώ η τιμή του εισιτηρίου ήταν πέρα για πέρα αληθινή.

Τουλάχιστον το ταξίδι με το ΚΤΕΛ ήταν καλό. Ο οδηγός ήταν προσεκτικός αλλά όχι κοιμήσης, ο χώρος κλιματιζόμενος και οι συνεπιβάτες σε γενικές γραμμές ήσυχοι. Μπορώ να πω ότι με εξαίρεση το μούδιασμα στα πόδια μου η εμπειρία ήταν αρκετά καλή, σε σημείο που να αδιαφορώ παντελώς για το χρόνο αφίξεως. Καλά, έβαλε και το χεράκι της η αγαπητή Heather η οποία με έστελνε κάθε λίγο και λιγάκι στα ουράνια. (Γιατί πήγε το μυαλό σας στο πονηρό βρε πρωτόζωα;) Με την υπέροχη φωνή της με έστελνε στα ουράνια!

Το πιο tricky part ήταν η άφιξη. Ήξερα ότι έπρεπε να κατέβω στο Αριοχώρι αλλά δεν ήξερα που στο καλό ήταν αυτό. Όντας υποψιασμένος για τα χειρότερα, με το που μπήκα στο νομό Μεσσηνίας άρχισα να ελέγχω πινακίδες για ονόματα χωριών (δύσκολο στο σκοτάδι). Προς μεγάλη μου απογοήτευση (αλλά όχι και έκπληξη) τα χειρότερα ήρθαν: ο οδηγός δεν ειδοποιούσε για το όνομα της κάθε στάσης αλλά και οι ίδιες οι στάσεις δεν φέρανε κάποιου είδους διακριτικό (όπως «Στάση: όνομα χωριού») το οποίο να υποδηλώνει που στο καλό κατεβαίνεις. Ομολογώ ότι είχα αρχίσει να ανησυχώ κιόλας ότι θα έχανα ή ότι ήδη είχα χάσει τη στάση, όταν χτύπησε το κινητό μου. Οι οδηγίες από το άλλο άκρο σαφείς: να πω άμεσα στον οδηγό να με κατεβάσει στο Αριοχώρι (κάτι που σκεφτόμουν να έκανα και εγώ, αλλά θα το έκανα όταν θα ήταν πλέον αργά). Έτσι και έκανα. Με το που ανέφερα τη λέξη Αριοχώρι ο οδηγός φρέναρε, σταμάτησε και μου είπε: «Εδώ κατεβαίνεις». Σε απόσταση ούτε 20 μέτρων περίμεναν ο πατέρας μου και ο θείος μου με το αμάξι. WTF? Ο απόλυτος συγχρονισμός! Α-πί-στευ-το! Σε λίγη ώρα ήμασταν στον «Ανεμόμυλο».

Η άλλη μέρα ξεκίνησε στην μονοκατοικία του θείου με ένα καλό πρωινό. Ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα καταλάβει την μανία των Αμερικανών (στις ταινίες) να βάζουν φέτες ψωμί σε εκείνη την τοστιέρα που στο τέλος τις εκτινάσσει (ελαφρώς) όταν είναι έτοιμες. Το κατάλαβα εκείνο το πρωί (τελικά το ψωμί τοστ πρέπει να είναι toast αλλιώς δεν λέει). Ανάγει την υπόθεση «πρωινό βούτυρο και μαρμελάδα» σε άλλο επίπεδο.

Άλλα ενδιαφέροντα της ίδιας μέρας ήταν η ο μεγαλοπρεπής μεσημεριανός οικογενειακός καυγάς που ακολούθησε με αφορμή τον εγκλωβισμό και παρ’ ολίγο πνιγμό μιας μύγας στο μισογεμάτο με μπύρα ποτήρι της μητέρας μου. Ο καυγάς επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα και τα ιδιαίτερα πικρόχολα σχόλια που εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν μου υπενθύμισαν πόσο εύκολα μπορούμε να βρεθούμε σε ημιάγρια κατάσταση όταν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κρύψουμε τον χειρότερο εαυτό μας. Γι’ αυτό λένε ότι αν είσαι θυμωμένος μέτρα μέχρι το 10 και μετά μίλα. Αν είσαι ακόμα θυμωμένος, μέτρα μέχρι το 100. Είναι σοφή κουβέντα. Μπορεί να σε σώσει από πράγματα που δεν μπορείς να πιστέψεις και ο ίδιος ότι θα έλεγες ποτέ.

Η ένταση έπεσε κάπως κατά την διάρκεια της βαρκάδας στο ποτάμι με την χειροποίητη βάρκα του θείου μου. Το highlight ήταν όταν έσβησε η μηχανή (το ψιλοπεριμέναμε) και αναγκάστηκα να κάνω κουπί με ένα καλάμι (αν δεν είχαμε προνοήσει να το πάρουμε θα έπεφτε πολύ γέλιο). Δυστυχώς η μητέρα μου που είχε μείνει στην όχθη ανησύχησε πολύ για να σκεφτεί να απαθανατίσει τη στιγμή με τη φωτογραφική μηχανή. Γαμώτο…

Η άλλη μέρα σημαδεύτηκε από δυο σημαντικά γεγονότα: μακαρονάδα στο Πήδημα (κάτι που δεν είχα την ευκαιρία να κάνω πριν 2 βδομάδες) και διάλεξη του θείου. Όχι, αυτή την φορά η διάλεξη δεν είχε θέμα τον Χίτλερ (που ο θείος θα τον χαρακτήριζε φιλαράκι – αν ζούσε) ούτε τα περί Δωδεκαθεϊσμού και αντιχριστιανοεβραϊσμού τα οποία ενθέρμως ασπάζεται, ούτε τα περί ανωτερότητας των Άγγλων και της βασίλισσάς τους και το γεγονός ότι κανένας Αυστραλός πολίτης δεν θα ήταν ποτέ άξιος για να γίνει βασιλιάς/βασίλισσα της Αυστραλίας.

Η διάλεξη αυτή τη φορά ήταν για το γεγονός ότι στα μαθητικά του χρόνια είχε κάνει ένα χρονοβόρο πείραμα το οποίο περιελάμβανε εκτροφή μυγών, μελέτη για το σε πόση ώρα-μέρες θα πνίγονταν υγιείς-νέες μύγες εγκλωβισμένες σε ένα ποτήρι με νερό καθώς και τρόπους για την μετέπειτα επαναφορά τους στη ζωή. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, πέτυχε επαναφορά στη ζωή για μύγες μέχρι και 48 ώρες νεκρές (?!). Όμως τον τρόπο δεν ήταν πρόθυμος να τον αποκαλύψει… Όπως λέει, τον ξέρει μόνο ο ίδιος και η γυναίκα του. Δεν τον είχε αποκαλύψει ούτε στον δάσκαλό του τα χρόνια εκείνα με τον φόβο μην του κλέψει κάποιος την ιδέα και πλουτίσει στις πλάτες του. Ναι, αυτός είναι ο αυστραλός θείος μου!

Τα ταξίδι της επιστροφής ήταν μάλλον πιο δυσάρεστο αφενός γιατί γυρνούσα στο καμίνι που ακούει στο όνομα Αθήνα, αφετέρου γιατί η κίνηση όσο πλησιάζαμε στον προορισμό μας γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη. Γαμώ τα Ι.Χ. σας μέσα… Καλά να πάθετε ρε, θέλετε από ένα αμάξι ο καθένας; Φάτε και την κίνηση στην μάπα για να μάθετε! Εμείς οι υπόλοιποι όμως τι φταίμε;
Καλά-καλά δεν γύρισα και συγχίστηκα… Τέλος πάντως, πρέπει ωστόσο να ομολογήσω ότι αν και δεν πέρασα άσχημα αυτές τις δυο μέρες μου έλειψε η ρουτίνα της ζωής μου στην Αθήνα… Με όλα τα άσχημά της.

Κυριακή, ώρα 23:30. My journey was over.

2 σχόλια:

avakas είπε...

καλα αυτό με τις φέτες ψωμί στην τοστιέρα ισχύει και για μένα...μερικά πράματα απλώς πρέπει να τα δοκιμάσει κανείς!!

rafeio.gr είπε...

"Είχα φροντίσει και είχα ενημερωθεί και από ένα συνάδελφο για το από ποιό σταθμό του μετρό με συνέφερε να πάρω ταξί για τα ΚΤΕΛ..."

ποιος απο τα ρεμαλια φροντισε γι αυτο; Παω στοιχημα ο Γιώργος ο Φίλος